δουλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δουλωτικός | η | δουλωτική | το | δουλωτικό |
| γενική | του | δουλωτικού | της | δουλωτικής | του | δουλωτικού |
| αιτιατική | τον | δουλωτικό | τη | δουλωτική | το | δουλωτικό |
| κλητική | δουλωτικέ | δουλωτική | δουλωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δουλωτικοί | οι | δουλωτικές | τα | δουλωτικά |
| γενική | των | δουλωτικών | των | δουλωτικών | των | δουλωτικών |
| αιτιατική | τους | δουλωτικούς | τις | δουλωτικές | τα | δουλωτικά |
| κλητική | δουλωτικοί | δουλωτικές | δουλωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δουλωτικός < ελληνιστική κοινή δουλωτικός < αρχαία ελληνική δουλόω / δουλῶ < δοῦλος
Μεταφράσεις
δουλωτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.