δοτικοφανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δοτικοφανής | η | δοτικοφανής | το | δοτικοφανές |
| γενική | του | δοτικοφανούς* | της | δοτικοφανούς | του | δοτικοφανούς |
| αιτιατική | τον | δοτικοφανή | τη | δοτικοφανή | το | δοτικοφανές |
| κλητική | δοτικοφανή(ς) | δοτικοφανής | δοτικοφανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δοτικοφανείς | οι | δοτικοφανείς | τα | δοτικοφανή |
| γενική | των | δοτικοφανών | των | δοτικοφανών | των | δοτικοφανών |
| αιτιατική | τους | δοτικοφανείς | τις | δοτικοφανείς | τα | δοτικοφανή |
| κλητική | δοτικοφανείς | δοτικοφανείς | δοτικοφανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.ti.ko.faˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐τι‐κο‐φα‐νής
Επίθετο
δοτικοφανής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
δοτικοφανής
|
|
Αναφορές
- πεζός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.