δοτικοφανές
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.ti.ko.faˈnes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐τι‐κο‐φα‐νές
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δοτικοφανές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δοτικοφανής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.