δοξαρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δοξαρισμός οι δοξαρισμοί
      γενική του δοξαρισμού των δοξαρισμών
    αιτιατική τον δοξαρισμό τους δοξαρισμούς
     κλητική δοξαρισμέ δοξαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δοξαρισμός < δοξάρ(ι) + -ισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /ðo.ksa.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δοξαρισμός

Ουσιαστικό

δοξαρισμός αρσενικό

  • παρωχημένο (ποιητικός τύπος) άλλη μορφή του δοξαριά
      Γιατί κι ο κόσμος ο βαθύς / γεννιέται πάντα από ‘να πάλαιμα / σα δοξαρισμού με μια χορδή / κι ό,τ’ είν’ ωραίο κι ό,τι μεγάλο / στέκει εδώ πέρα, / μέσα στη λύσσα ενός πολέμου / δουλεύεται, κι έχει πατέρα το νικητή. (Κωστής Παλαμάς, Ο δωδεκάλογος του γύφτου, Λόγος ένατος)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.