δονημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δονημένος | η | δονημένη | το | δονημένο |
| γενική | του | δονημένου | της | δονημένης | του | δονημένου |
| αιτιατική | τον | δονημένο | τη | δονημένη | το | δονημένο |
| κλητική | δονημένε | δονημένη | δονημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δονημένοι | οι | δονημένες | τα | δονημένα |
| γενική | των | δονημένων | των | δονημένων | των | δονημένων |
| αιτιατική | τους | δονημένους | τις | δονημένες | τα | δονημένα |
| κλητική | δονημένοι | δονημένες | δονημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δονώ
Μεταφράσεις
δονημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.