δολοφονικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
δολοφονικά < δολοφονικός
Επίρρημα
δολοφονικά
- με δολοφονικό τρόπο
- με κοίταξε δολοφονικά (με εχθρότητα, σαν να ήθελε να με σκοτώσει)
Μεταφράσεις
δολοφονικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.