δολοφονικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δολοφονικά < δολοφονικός

Επίρρημα

δολοφονικά

  1. με δολοφονικό τρόπο
    με κοίταξε δολοφονικά (με εχθρότητα, σαν να ήθελε να με σκοτώσει)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δολοφονικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.