δοκιμασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δοκιμασμένος η δοκιμασμένη το δοκιμασμένο
      γενική του δοκιμασμένου της δοκιμασμένης του δοκιμασμένου
    αιτιατική τον δοκιμασμένο τη δοκιμασμένη το δοκιμασμένο
     κλητική δοκιμασμένε δοκιμασμένη δοκιμασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δοκιμασμένοι οι δοκιμασμένες τα δοκιμασμένα
      γενική των δοκιμασμένων των δοκιμασμένων των δοκιμασμένων
    αιτιατική τους δοκιμασμένους τις δοκιμασμένες τα δοκιμασμένα
     κλητική δοκιμασμένοι δοκιμασμένες δοκιμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δοκιμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δοκιμάζω

Μετοχή

δοκιμασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.