δοιάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δοιάκι | τα | δοιάκια |
| γενική | του | δοιακιού | των | δοιακιών |
| αιτιατική | το | δοιάκι | τα | δοιάκια |
| κλητική | δοιάκι | δοιάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δοιάκι < (ελληνιστική κοινή) οἰάκιον < αρχαία ελληνική οἴαξ
Ουσιαστικό
δοιάκι ουδέτερο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
δοιάκι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.