διόρθωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διόρθωσῐς | αἱ | διορθώσεις |
| γενική | τῆς | διορθώσεως | τῶν | διορθώσεων |
| δοτική | τῇ | διορθώσει | ταῖς | διορθώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διόρθωσῐν | τὰς | διορθώσεις |
| κλητική ὦ! | διόρθωσῐ | διορθώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διορθώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διορθωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διόρθωσις, -εως θηλυκό
- η όρθια τοποθέτηση (και με ιατρική σημασία)
- διόρθωση, αποκατάσταση, επανόρθωση
Πηγές
- διόρθωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διόρθωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.