πιστόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιστόνι | τα | πιστόνια |
| γενική | του | πιστονιού | των | πιστονιών |
| αιτιατική | το | πιστόνι | τα | πιστόνια |
| κλητική | πιστόνι | πιστόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πιστόνι συνδεδεμένο πάνω σε στροφαλοφόρο άξονα με διωστήρα εντός σχηματικής μηχανής εσωτερικής καύσης.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈsto.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐στό‐νι
Σύνθετα
- κυλινδροπίστονο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πιστόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- piston στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.