διφθερίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διφθερίτιδα οι διφθερίτιδες
      γενική της διφθερίτιδας των διφθερίτιδων
    αιτιατική τη διφθερίτιδα τις διφθερίτιδες
     κλητική διφθερίτιδα διφθερίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διφθερίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διφθερῖτις από την αιτιατική «διφθερῖτιν ή διφθερίτιδα» [1] μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική diphtérite, παλιότερος τύπος του diphtérie[2] < αρχαία ελληνική διφθέρα. Διαφορετική η ελληνιστική κοινή διφθερῖτις, γενική διφθερίτιδος, θηλυκό του διφθερίας (ντυμένος με διφθέρα). [3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.fθeˈɾi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διφθερίτιδα

Ουσιαστικό

διφθερίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) λοιμώδης νόσος χωρίς εξάνθημα
    άλλες μορφές: διφθερίτης (αρσενικό, λαϊκότροπο)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. διφθερίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. diphtérie στο αγγλικό Βικιλεξικό
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διφθερίτιδα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.