disk
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /dɪsk/
- ⓘ
Ουσιαστικό
disk (en)
- δίσκος
- (υλικό υπολογιστή) ο disk storage ή storage disk (δίσκος αποθήκευσης)
- (υλικό υπολογιστή) ο δίσκος σε μία συστοιχία δίσκων μιάς μονάδας σκληρών δίσκων (hard-disk drive)
Πολυλεκτικοί όροι
-
disk στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.