disk

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /dɪsk/
 

Ουσιαστικό

disk (en)

  1. δίσκος
  2. (υλικό υπολογιστή) ο disk storage ή storage disk (δίσκος αποθήκευσης)
  3. (υλικό υπολογιστή) ο δίσκος σε μία συστοιχία δίσκων μιάς μονάδας σκληρών δίσκων (hard-disk drive)
     συνώνυμα: platter

Πολυλεκτικοί όροι

  • disk στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.