διορθόδοξος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διορθόδοξος | η | διορθόδοξος & διορθόδοξη |
το | διορθόδοξο |
| γενική | του | διορθοδόξου & διορθόδοξου |
της | διορθοδόξου & διορθόδοξης |
του | διορθοδόξου & διορθόδοξου |
| αιτιατική | τον | διορθόδοξο | τη | διορθόδοξο & διορθόδοξη |
το | διορθόδοξο |
| κλητική | διορθόδοξε | διορθόδοξε & διορθόδοξη |
διορθόδοξο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διορθόδοξοι | οι | διορθόδοξοι & διορθόδοξες |
τα | διορθόδοξα |
| γενική | των | διορθοδόξων & διορθόδοξων |
των | διορθοδόξων & διορθόδοξων |
των | διορθοδόξων & διορθόδοξων |
| αιτιατική | τους | διορθοδόξους & διορθόδοξους |
τις | διορθοδόξους & διορθόδοξες |
τα | διορθόδοξα |
| κλητική | διορθόδοξοι | διορθόδοξοι & διορθόδοξες |
διορθόδοξα | |||
| Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
| Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
διορθόδοξος, -ος / -η, -ο
- (χριστιανισμός) που αφορά πολλές ορθόδοξες Εκκλησίες ή Πατριαρχεία και τις μεταξύ τους σχέσεις
- ※ Διορθόδοξος διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος και η συμβολή των δύο Εκκλησιών στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών (τίτλος διδακτορικής διατριβής)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.