διοπτρική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διοπτρική οι διοπτρικές
      γενική της διοπτρικής των διοπτρικών
    αιτιατική τη διοπτρική τις διοπτρικές
     κλητική διοπτρική διοπτρικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διοπτρική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dioptrique < ελληνιστική κοινή διοπτρικός < διόπτρα < αρχαία ελληνική δι- + ὁρῶ

Ουσιαστικό

διοπτρική θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.