διηθήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διηθήσιμος | η | διηθήσιμη | το | διηθήσιμο |
| γενική | του | διηθήσιμου | της | διηθήσιμης | του | διηθήσιμου |
| αιτιατική | τον | διηθήσιμο | τη | διηθήσιμη | το | διηθήσιμο |
| κλητική | διηθήσιμε | διηθήσιμη | διηθήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διηθήσιμοι | οι | διηθήσιμες | τα | διηθήσιμα |
| γενική | των | διηθήσιμων | των | διηθήσιμων | των | διηθήσιμων |
| αιτιατική | τους | διηθήσιμους | τις | διηθήσιμες | τα | διηθήσιμα |
| κλητική | διηθήσιμοι | διηθήσιμες | διηθήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διηθήσιμος < διηθώ + -ήσιμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική filtrant)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη διηθώ
Μεταφράσεις
διηθήσιμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.