διευκρινισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διευκρινισμένος | η | διευκρινισμένη | το | διευκρινισμένο |
| γενική | του | διευκρινισμένου | της | διευκρινισμένης | του | διευκρινισμένου |
| αιτιατική | τον | διευκρινισμένο | τη | διευκρινισμένη | το | διευκρινισμένο |
| κλητική | διευκρινισμένε | διευκρινισμένη | διευκρινισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διευκρινισμένοι | οι | διευκρινισμένες | τα | διευκρινισμένα |
| γενική | των | διευκρινισμένων | των | διευκρινισμένων | των | διευκρινισμένων |
| αιτιατική | τους | διευκρινισμένους | τις | διευκρινισμένες | τα | διευκρινισμένα |
| κλητική | διευκρινισμένοι | διευκρινισμένες | διευκρινισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
διευκρινισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.