διελκυστίνδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διελκυστίνδα οι διελκυστίνδες
      γενική της διελκυστίνδας των διελκυστίνδων
    αιτιατική τη διελκυστίνδα τις διελκυστίνδες
     κλητική διελκυστίνδα διελκυστίνδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
διελκυστίνδα

Ετυμολογία

διελκυστίνδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διελκυστίνδα (επίρρημα που θεωρήθηκε ουσιαστικό)[1] Δείτε και τη σημασία του ουσιαστικού και διά, ἕλκω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.el.ciˈstin.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διελκυστίνδα

Ουσιαστικό

διελκυστίνδα θηλυκό

  1. παιχνίδι ανταγωνισμού με σχοινί ή άλλο μηχανισμό, στα άκρα του οποίου βρίσκονται αντίπαλα άτομα ή ομάδες που προσπαθούν, τραβώντας το σχοινί ή το μηχανισμό, να παρασύρουν τον αντίπαλο προς το μέρος τους
  2. (μεταφορικά) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ δύο αντιπάλων για την επικράτηση σε κάποιο χώρο

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διελκυστίνδα < αρχαία ελληνική διέλκω, διελκυστ- + παραγωγικό επίθημα -ίνδα (ως προσδιοριστικό παιχνιδιών) < διά + ἕλκω

Επίρρημα

διελκυστίνδα

Ουσιαστικό

διελκυστίνδα θηλυκό

  • χρειάζεται παράθεμα (Πολυδεύκης, γραμματικός, Ονομαστ.9.112-113.)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.