διεκδικητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεκδικητικός η διεκδικητική το διεκδικητικό
      γενική του διεκδικητικού της διεκδικητικής του διεκδικητικού
    αιτιατική τον διεκδικητικό τη διεκδικητική το διεκδικητικό
     κλητική διεκδικητικέ διεκδικητική διεκδικητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεκδικητικοί οι διεκδικητικές τα διεκδικητικά
      γενική των διεκδικητικών των διεκδικητικών των διεκδικητικών
    αιτιατική τους διεκδικητικούς τις διεκδικητικές τα διεκδικητικά
     κλητική διεκδικητικοί διεκδικητικές διεκδικητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διεκδικητικός < διεκδικητής + -ικός

Επίθετο

διεκδικητικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.