διεκδικημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεκδικημένος η διεκδικημένη το διεκδικημένο
      γενική του διεκδικημένου της διεκδικημένης του διεκδικημένου
    αιτιατική τον διεκδικημένο τη διεκδικημένη το διεκδικημένο
     κλητική διεκδικημένε διεκδικημένη διεκδικημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεκδικημένοι οι διεκδικημένες τα διεκδικημένα
      γενική των διεκδικημένων των διεκδικημένων των διεκδικημένων
    αιτιατική τους διεκδικημένους τις διεκδικημένες τα διεκδικημένα
     κλητική διεκδικημένοι διεκδικημένες διεκδικημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

διεκδικημένος





Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.