διεκδικήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διεκδικήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεκδικώ
  2. θα διεκδικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεκδικώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διεκδικήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διεκδίκηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.