διεκδίκησις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

διεκδίκησις < διεκδικῶ, διεκδικη- + -σις (-ησις)

Ουσιαστικό

διεκδίκησις θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις διασαφηνίζω και σαφής

  • και στην καθαρεύουσα διεκδίκησις: η διεκδίκηση αγαθού που δικαιωματικά ανήκει σε κάποιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.