claim

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
claim claims

claim (en)

  1. ο ισχυρισμός, η αξίωση, μια δήλωση ότι κάτι είναι αλήθεια αν και δεν έχει αποδειχθεί και άλλοι άνθρωποι μπορεί να μην συμφωνούν ή να μην το πιστεύουν
    unfounded claims - αβάσιμοι ισχυρισμοί
    a charlatan with scientific claims - κομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα
  2. η αξίωση, ένα αίτημα για ένα χρηματικό ποσό στο οποίο πιστεύω ότι έχω δικαίωμα, ειδικά από μια εταιρεία, την κυβέρνηση κτλ.
    He filed a claim for damages.
    Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διεκδίκηση, ένα δικαίωμα που κάποιος πιστεύει ότι έχει σε κάτι, ειδικά σε περιουσία, γη κτλ.
    territorial claims - εδαφικές διεκδικήσεις
    the workers’ rightful claims - οι δίκαιες διεκδικήσεις των εργατών
    a claim to a share of the father’s property - διεκδίκηση μεριδίου από την πατρική περιουσία

Ρήμα

ενεστώτας claim
γ΄ ενικό ενεστώτα claims
αόριστος claimed
παθητική μετοχή claimed
ενεργητική μετοχή claiming

claim (en)

  1. διεκδικώ
  2. αξιώνω
  3. ισχυρίζομαι, διατείνομαι
  4. προκαλώ την απώλεια, στοιχίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.