διεθνοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διεθνοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεθνοποιώ
  2. θα διεθνοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεθνοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διεθνοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διεθνοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.