διεθνοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διεθνοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεθνοποιώ
- θα διεθνοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεθνοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διεθνοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διεθνοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.