διεθνολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διεθνολογία | οι | διεθνολογίες |
| γενική | της | διεθνολογίας | των | διεθνολογιών |
| αιτιατική | τη | διεθνολογία | τις | διεθνολογίες |
| κλητική | διεθνολογία | διεθνολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διεθνολογία < διεθνολόγος + -ία
Ουσιαστικό
διεθνολογία θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διεθνολόγος, διεθνής και λέγω
Μεταφράσεις
διεθνολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.