διεθνολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | διεθνολόγος | οι | διεθνολόγοι |
| γενική | του/της | διεθνολόγου | των | διεθνολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | διεθνολόγο | τους/τις | διεθνολόγους |
| κλητική | διεθνολόγε | διεθνολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διεθνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πολιτικός επιστήμονας που ειδικεύεται σε ζητήματα της διεθνούς πολιτικής και των διεθνών σχέσεων
Μεταφράσεις
διεθνολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.