διεγχειρητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διεγχειρητικός | η | διεγχειρητική | το | διεγχειρητικό |
| γενική | του | διεγχειρητικού | της | διεγχειρητικής | του | διεγχειρητικού |
| αιτιατική | τον | διεγχειρητικό | τη | διεγχειρητική | το | διεγχειρητικό |
| κλητική | διεγχειρητικέ | διεγχειρητική | διεγχειρητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διεγχειρητικοί | οι | διεγχειρητικές | τα | διεγχειρητικά |
| γενική | των | διεγχειρητικών | των | διεγχειρητικών | των | διεγχειρητικών |
| αιτιατική | τους | διεγχειρητικούς | τις | διεγχειρητικές | τα | διεγχειρητικά |
| κλητική | διεγχειρητικοί | διεγχειρητικές | διεγχειρητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διεγχειρητικός < δι- + εγχειρητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intraoperative)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
διεγχειρητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.