εγχειρητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγχειρητικός | η | εγχειρητική | το | εγχειρητικό |
| γενική | του | εγχειρητικού | της | εγχειρητικής | του | εγχειρητικού |
| αιτιατική | τον | εγχειρητικό | την | εγχειρητική | το | εγχειρητικό |
| κλητική | εγχειρητικέ | εγχειρητική | εγχειρητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγχειρητικοί | οι | εγχειρητικές | τα | εγχειρητικά |
| γενική | των | εγχειρητικών | των | εγχειρητικών | των | εγχειρητικών |
| αιτιατική | τους | εγχειρητικούς | τις | εγχειρητικές | τα | εγχειρητικά |
| κλητική | εγχειρητικοί | εγχειρητικές | εγχειρητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγχειρητικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
εγχειρητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.