διεγνωσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διεγνωσμένος | η | διεγνωσμένη | το | διεγνωσμένο |
| γενική | του | διεγνωσμένου | της | διεγνωσμένης | του | διεγνωσμένου |
| αιτιατική | τον | διεγνωσμένο | τη | διεγνωσμένη | το | διεγνωσμένο |
| κλητική | διεγνωσμένε | διεγνωσμένη | διεγνωσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διεγνωσμένοι | οι | διεγνωσμένες | τα | διεγνωσμένα |
| γενική | των | διεγνωσμένων | των | διεγνωσμένων | των | διεγνωσμένων |
| αιτιατική | τους | διεγνωσμένους | τις | διεγνωσμένες | τα | διεγνωσμένα |
| κλητική | διεγνωσμένοι | διεγνωσμένες | διεγνωσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διεγνωσμένος < διαγιγνώσκω
Μεταφράσεις
διεγνωσμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.