διαγιγνώσκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαγιγνώσκω < αρχαία ελληνική διαγιγνώσκω < διά + γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵiǵneh₃- < *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)
Μεταφράσεις
διαγιγνώσκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.