διεγνωσμένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διεγνωσμένο

  1. αιτιατική ενικού του διεγνωσμένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διεγνωσμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.