διδαχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διδαχή | οι | διδαχές |
| γενική | της | διδαχής | των | διδαχών |
| αιτιατική | τη | διδαχή | τις | διδαχές |
| κλητική | διδαχή | διδαχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διδαχή < αρχαία ελληνική διδαχή < διδάσκω
Μεταφράσεις
διδαχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.