diglossia

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

diglossia (en)

  1. η διγλωσσία (η συνύπαρξη δύο διαλέκτων ή ιδιωμάτων της ίδιας γλώσσας, από τα οποία το ένα έχει μεγαλύτερο κύρος και θεωρείται καταλληλότερο για τους μορφωμένους και τη διοίκηση)
  2. (ιατρική) η ύπαρξη διχαλωτής γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.