διαχύσεις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι διαχύσεις
      γενική των διαχύσεων
    αιτιατική τις διαχύσεις
     κλητική διαχύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαχύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαχύσεις < πληθυντικός αριθμός του διάχυση < αρχαία ελληνική διάχυσις < διαχέω < διά + χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική effusions)

Ουσιαστικό

διαχύσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

διαχύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαχέω
  2. θα διαχύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαχέω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διαχύσεις θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.