διαχειριζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαχειριζόμενος | η | διαχειριζόμενη | το | διαχειριζόμενο |
| γενική | του | διαχειριζόμενου | της | διαχειριζόμενης | του | διαχειριζόμενου |
| αιτιατική | τον | διαχειριζόμενο | τη | διαχειριζόμενη | το | διαχειριζόμενο |
| κλητική | διαχειριζόμενε | διαχειριζόμενη | διαχειριζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαχειριζόμενοι | οι | διαχειριζόμενες | τα | διαχειριζόμενα |
| γενική | των | διαχειριζόμενων | των | διαχειριζόμενων | των | διαχειριζόμενων |
| αιτιατική | τους | διαχειριζόμενους | τις | διαχειριζόμενες | τα | διαχειριζόμενα |
| κλητική | διαχειριζόμενοι | διαχειριζόμενες | διαχειριζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
διαχειριζόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.