διαφυλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαφυλικός | η | διαφυλική | το | διαφυλικό |
| γενική | του | διαφυλικού | της | διαφυλικής | του | διαφυλικού |
| αιτιατική | τον | διαφυλικό | τη | διαφυλική | το | διαφυλικό |
| κλητική | διαφυλικέ | διαφυλική | διαφυλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαφυλικοί | οι | διαφυλικές | τα | διαφυλικά |
| γενική | των | διαφυλικών | των | διαφυλικών | των | διαφυλικών |
| αιτιατική | τους | διαφυλικούς | τις | διαφυλικές | τα | διαφυλικά |
| κλητική | διαφυλικοί | διαφυλικές | διαφυλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαφυλικός < δια- + φύλο + -ικός (1. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intersex. 2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transgender)
Επίθετο
διαφυλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τα δύο φύλα και τις μεταξύ τους σχέσεις ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του διεμφυλικός
Μεταφράσεις
που έχει σχέση με τα δύο φύλα και τις μεταξύ τους σχέσεις ή αναφέρεται σ’ αυτά
διεμφυλικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.