διαφεντευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαφεντευμένος | η | διαφεντευμένη | το | διαφεντευμένο |
| γενική | του | διαφεντευμένου | της | διαφεντευμένης | του | διαφεντευμένου |
| αιτιατική | τον | διαφεντευμένο | τη | διαφεντευμένη | το | διαφεντευμένο |
| κλητική | διαφεντευμένε | διαφεντευμένη | διαφεντευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαφεντευμένοι | οι | διαφεντευμένες | τα | διαφεντευμένα |
| γενική | των | διαφεντευμένων | των | διαφεντευμένων | των | διαφεντευμένων |
| αιτιατική | τους | διαφεντευμένους | τις | διαφεντευμένες | τα | διαφεντευμένα |
| κλητική | διαφεντευμένοι | διαφεντευμένες | διαφεντευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.fen.devˈme.nos/
Ταυτόσημο
- διαφεντεμένος (δημοτική)
Μεταφράσεις
διαφεντευμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.