διατυπωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατυπωμένος η διατυπωμένη το διατυπωμένο
      γενική του διατυπωμένου της διατυπωμένης του διατυπωμένου
    αιτιατική τον διατυπωμένο τη διατυπωμένη το διατυπωμένο
     κλητική διατυπωμένε διατυπωμένη διατυπωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατυπωμένοι οι διατυπωμένες τα διατυπωμένα
      γενική των διατυπωμένων των διατυπωμένων των διατυπωμένων
    αιτιατική τους διατυπωμένους τις διατυπωμένες τα διατυπωμένα
     κλητική διατυπωμένοι διατυπωμένες διατυπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διατυπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διατυπώνω

Μετοχή

διατυπωμένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.