διασωληνώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διασωληνώνομαι | διασωληνωνόμουν(α) | θα διασωληνώνομαι | να διασωληνώνομαι | ||
| β' ενικ. | διασωληνώνεσαι | διασωληνωνόσουν(α) | θα διασωληνώνεσαι | να διασωληνώνεσαι | (διασωληνώνου) | |
| γ' ενικ. | διασωληνώνεται | διασωληνωνόταν(ε) | θα διασωληνώνεται | να διασωληνώνεται | ||
| α' πληθ. | διασωληνωνόμαστε | διασωληνωνόμαστε διασωληνωνόμασταν |
θα διασωληνωνόμαστε | να διασωληνωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | διασωληνώνεστε | διασωληνωνόσαστε διασωληνωνόσασταν |
θα διασωληνώνεστε | να διασωληνώνεστε | (διασωληνώνεστε) | |
| γ' πληθ. | διασωληνώνονται | διασωληνώνονταν διασωληνωνόντουσαν |
θα διασωληνώνονται | να διασωληνώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διασωληνώθηκα | θα διασωληνωθώ | να διασωληνωθώ | διασωληνωθεί | ||
| β' ενικ. | διασωληνώθηκες | θα διασωληνωθείς | να διασωληνωθείς | διασωληνώσου | ||
| γ' ενικ. | διασωληνώθηκε | θα διασωληνωθεί | να διασωληνωθεί | |||
| α' πληθ. | διασωληνωθήκαμε | θα διασωληνωθούμε | να διασωληνωθούμε | |||
| β' πληθ. | διασωληνωθήκατε | θα διασωληνωθείτε | να διασωληνωθείτε | διασωληνωθείτε | ||
| γ' πληθ. | διασωληνώθηκαν διασωληνωθήκαν(ε) |
θα διασωληνωθούν(ε) | να διασωληνωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διασωληνωθεί | είχα διασωληνωθεί | θα έχω διασωληνωθεί | να έχω διασωληνωθεί | διασωληνωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διασωληνωθεί | είχες διασωληνωθεί | θα έχεις διασωληνωθεί | να έχεις διασωληνωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διασωληνωθεί | είχε διασωληνωθεί | θα έχει διασωληνωθεί | να έχει διασωληνωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διασωληνωθεί | είχαμε διασωληνωθεί | θα έχουμε διασωληνωθεί | να έχουμε διασωληνωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διασωληνωθεί | είχατε διασωληνωθεί | θα έχετε διασωληνωθεί | να έχετε διασωληνωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διασωληνωθεί | είχαν διασωληνωθεί | θα έχουν διασωληνωθεί | να έχουν διασωληνωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.