διαστρεβλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαστρεβλώνομαι | διαστρεβλωνόμουν(α) | θα διαστρεβλώνομαι | να διαστρεβλώνομαι | ||
| β' ενικ. | διαστρεβλώνεσαι | διαστρεβλωνόσουν(α) | θα διαστρεβλώνεσαι | να διαστρεβλώνεσαι | (διαστρεβλώνου) | |
| γ' ενικ. | διαστρεβλώνεται | διαστρεβλωνόταν(ε) | θα διαστρεβλώνεται | να διαστρεβλώνεται | ||
| α' πληθ. | διαστρεβλωνόμαστε | διαστρεβλωνόμαστε διαστρεβλωνόμασταν |
θα διαστρεβλωνόμαστε | να διαστρεβλωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαστρεβλώνεστε | διαστρεβλωνόσαστε διαστρεβλωνόσασταν |
θα διαστρεβλώνεστε | να διαστρεβλώνεστε | (διαστρεβλώνεστε) | |
| γ' πληθ. | διαστρεβλώνονται | διαστρεβλώνονταν διαστρεβλωνόντουσαν |
θα διαστρεβλώνονται | να διαστρεβλώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαστρεβλώθηκα | θα διαστρεβλωθώ | να διαστρεβλωθώ | διαστρεβλωθεί | ||
| β' ενικ. | διαστρεβλώθηκες | θα διαστρεβλωθείς | να διαστρεβλωθείς | διαστρεβλώσου | ||
| γ' ενικ. | διαστρεβλώθηκε | θα διαστρεβλωθεί | να διαστρεβλωθεί | |||
| α' πληθ. | διαστρεβλωθήκαμε | θα διαστρεβλωθούμε | να διαστρεβλωθούμε | |||
| β' πληθ. | διαστρεβλωθήκατε | θα διαστρεβλωθείτε | να διαστρεβλωθείτε | διαστρεβλωθείτε | ||
| γ' πληθ. | διαστρεβλώθηκαν διαστρεβλωθήκαν(ε) |
θα διαστρεβλωθούν(ε) | να διαστρεβλωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαστρεβλωθεί | είχα διαστρεβλωθεί | θα έχω διαστρεβλωθεί | να έχω διαστρεβλωθεί | διαστρεβλωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαστρεβλωθεί | είχες διαστρεβλωθεί | θα έχεις διαστρεβλωθεί | να έχεις διαστρεβλωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαστρεβλωθεί | είχε διαστρεβλωθεί | θα έχει διαστρεβλωθεί | να έχει διαστρεβλωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαστρεβλωθεί | είχαμε διαστρεβλωθεί | θα έχουμε διαστρεβλωθεί | να έχουμε διαστρεβλωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαστρεβλωθεί | είχατε διαστρεβλωθεί | θα έχετε διαστρεβλωθεί | να έχετε διαστρεβλωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαστρεβλωθεί | είχαν διαστρεβλωθεί | θα έχουν διαστρεβλωθεί | να έχουν διαστρεβλωθεί | ||
Μεταφράσεις
διαστρεβλώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.