travestir

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /tʁa.vɛs.tiʁ/

Ρήμα

travestir (fr)

  1. φορώ σε κάποιον ρούχα του άλλου φύλου, μεταμφιέζω
  2. παρωδώ (κείμενο)
  3. διαστρεβλώνω τη σκέψη κάποιου, την εκφράζω με ανακριβή ή αναληθή τρόπο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.