διασταυρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασταυρωμένος η διασταυρωμένη το διασταυρωμένο
      γενική του διασταυρωμένου της διασταυρωμένης του διασταυρωμένου
    αιτιατική τον διασταυρωμένο τη διασταυρωμένη το διασταυρωμένο
     κλητική διασταυρωμένε διασταυρωμένη διασταυρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασταυρωμένοι οι διασταυρωμένες τα διασταυρωμένα
      γενική των διασταυρωμένων των διασταυρωμένων των διασταυρωμένων
    αιτιατική τους διασταυρωμένους τις διασταυρωμένες τα διασταυρωμένα
     κλητική διασταυρωμένοι διασταυρωμένες διασταυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

διασταυρωμένος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.