διασπαθισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διασπαθισμένος | η | διασπαθισμένη | το | διασπαθισμένο |
| γενική | του | διασπαθισμένου | της | διασπαθισμένης | του | διασπαθισμένου |
| αιτιατική | τον | διασπαθισμένο | τη | διασπαθισμένη | το | διασπαθισμένο |
| κλητική | διασπαθισμένε | διασπαθισμένη | διασπαθισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διασπαθισμένοι | οι | διασπαθισμένες | τα | διασπαθισμένα |
| γενική | των | διασπαθισμένων | των | διασπαθισμένων | των | διασπαθισμένων |
| αιτιατική | τους | διασπαθισμένους | τις | διασπαθισμένες | τα | διασπαθισμένα |
| κλητική | διασπαθισμένοι | διασπαθισμένες | διασπαθισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη διασπαθίζω
Μεταφράσεις
διασπαθισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.