διασκελισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασκελισμένος η διασκελισμένη το διασκελισμένο
      γενική του διασκελισμένου της διασκελισμένης του διασκελισμένου
    αιτιατική τον διασκελισμένο τη διασκελισμένη το διασκελισμένο
     κλητική διασκελισμένε διασκελισμένη διασκελισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασκελισμένοι οι διασκελισμένες τα διασκελισμένα
      γενική των διασκελισμένων των διασκελισμένων των διασκελισμένων
    αιτιατική τους διασκελισμένους τις διασκελισμένες τα διασκελισμένα
     κλητική διασκελισμένοι διασκελισμένες διασκελισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διασκελισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διασκελίζω

Μετοχή

διασκελισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.