διασαλευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διασαλευτής | οι | διασαλευτές |
| γενική | του | διασαλευτή | των | διασαλευτών |
| αιτιατική | τον | διασαλευτή | τους | διασαλευτές |
| κλητική | διασαλευτή | διασαλευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασαλευτής < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διασαλευτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.