διαρρυθμίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαρρυθμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαρρυθμίζω
- θα διαρρυθμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαρρυθμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διαρρυθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαρρύθμιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.