aménagement
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| aménagement | aménagements |
Ουσιαστικό
aménagement (fr) αρσενικό
- η διαρρύθμιση, η τακτοποίηση
- η τροποποίηση
- η χωροταξία
- (δασοκομία) διακανονισμός της υλοτομίας και, γενικότερα, της εκμετάλλευσης των δασών
- η διευθέτηση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη aménager
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.