aménagement

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
aménagement aménagements

Ουσιαστικό

aménagement (fr) αρσενικό

  1. η διαρρύθμιση, η τακτοποίηση
  2. η τροποποίηση
  3. η χωροταξία
  4. (δασοκομία) διακανονισμός της υλοτομίας και, γενικότερα, της εκμετάλλευσης των δασών
  5. η διευθέτηση

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.