διανυσματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διανυσματικός | η | διανυσματική | το | διανυσματικό |
| γενική | του | διανυσματικού | της | διανυσματικής | του | διανυσματικού |
| αιτιατική | τον | διανυσματικό | τη | διανυσματική | το | διανυσματικό |
| κλητική | διανυσματικέ | διανυσματική | διανυσματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διανυσματικοί | οι | διανυσματικές | τα | διανυσματικά |
| γενική | των | διανυσματικών | των | διανυσματικών | των | διανυσματικών |
| αιτιατική | τους | διανυσματικούς | τις | διανυσματικές | τα | διανυσματικά |
| κλητική | διανυσματικοί | διανυσματικές | διανυσματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διανυσματικός < διάνυσμα + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vectoriel)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη διανύω
Μεταφράσεις
διανυσματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.