διανυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διανυμένος | η | διανυμένη | το | διανυμένο |
| γενική | του | διανυμένου | της | διανυμένης | του | διανυμένου |
| αιτιατική | τον | διανυμένο | τη | διανυμένη | το | διανυμένο |
| κλητική | διανυμένε | διανυμένη | διανυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διανυμένοι | οι | διανυμένες | τα | διανυμένα |
| γενική | των | διανυμένων | των | διανυμένων | των | διανυμένων |
| αιτιατική | τους | διανυμένους | τις | διανυμένες | τα | διανυμένα |
| κλητική | διανυμένοι | διανυμένες | διανυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διανυμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διανύω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
διανυμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.