αδιάνθιστα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αδιάνθιστα
<
αδιάνθιστος
+
-α
Επίρρημα
αδιάνθιστα
χωρίς να έχει
διανθιστεί
Αντώνυμα
διανθισμένα
Συγγενικά
→
δείτε
τις
λέξεις
διανθίζω
,
ανθίζω
και
άνθος
Μεταφράσεις
αδιάνθιστα
Επίρρημα
αδιάνθιστα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
,
ουδέτερου
γένους
του
αδιάνθιστος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.