διάνθισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διάνθισμα | τα | διανθίσματα |
| γενική | του | διανθίσματος | των | διανθισμάτων |
| αιτιατική | το | διάνθισμα | τα | διανθίσματα |
| κλητική | διάνθισμα | διανθίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
διάνθισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.